🇬🇷 el fr 🇫🇷

αποτελώ verb

  /a.po.teˈlo/
  • (με αιτιατική)
  • είμαι, συνιστώ
  • (μόνο στον ενικό) είμαι μέρος ή μέλος ενός συνόλου
  • (στην παθητική φωνή, με από)
constituer, composer, consister en, faire, former
Wiktionary Links