🇫🇷 fr el 🇬🇷
glace noun {f}
/ɡlas/
|
|
---|---|
|
πάγος, παγωτό |
|
παγωτό |
glacé adjective
/ɡla.se/
|
|
---|---|
|
παγερός |
|
με πάγο |
- patin à glace
- παγοδρομία, πατινάζ, παγοπέδιλο
- essuie-glace
- υαλοκαθαριστήρας
- brise-glace
- παγοθραυστικό, παγοθραύστης
- glace noire
- υαλόπαγος, μαύρος πάγος
- sucre glace
- άχνη, ζάχαρη άχνη
- armoire à glace
- βούβαλος
- cornet de glace
- παγωτό χωνάκι
- hockey sur glace
- χόκεϊ επί πάγου
- briser la glace
- σπάζω τον πάγο
Wiktionary Links
- français: glace