🇫🇷 fr el 🇬🇷
objet noun {m}
/ɔb.ʒɛ/
|
|
---|---|
αντικείμενο |
- orienté-objet
- αντικειμενοστρεφής
- objet céleste
- ουράνιο σώμα
- objet transitionnel
- πάπλωμα
- objet volant non identifié
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα
- programmation orientée objet
- αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
- orienté objet
- αντικειμενοστρεφής
- objet d'art
- κομψοτέχνημα
- sans objet
- μη εφαρμόσιμος
- programmation objet
- αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
Wiktionary Links
- français: objet