🇬🇷 el fr 🇫🇷

αντικείμενο noun

  /an.diˈci.me.no/
  • (Ορολογία) καθετί αντιληπτό με τις αισθήσεις ή συλληπτό με τον νου κάποια στιγμή
objet, chose
  • (γραμματική) μέρος του λόγου που λειτουργεί ως αποδέκτης της ενέργειας του ρήματος
  • (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) τύπος δεδομένων που περιέχει ταυτόχρονα δεδομένα (ιδιότητες) και υποπρογράμματα (μέθοδοι) και δημιουργείται από το πρότυπο μιας κλάσης με την εκτέλεση του κώδικα της μεθόδου κατασκευής
objet
Wiktionary Links