🇬🇷 el fr 🇫🇷

ανασκευάζω verb

  • αντικρούω τα επιχειρήματα υπέρ αντίθετης άποψης, αποδεικνύω ότι δεν ευσταθούν
réfuter
  • αλλάζω προηγούμενες δηλώσεις μου
se rétracter
Wiktionary Links