🇬🇷 el fr 🇫🇷

καρφί noun

  /kaɾˈfi/
  • αιχμηρό κομμάτι μετάλλου που χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο τμήματα μιας ξύλινης κατασκευής ή για την ανάρτηση αντικειμένων σε τοίχο
clou
  • καταδότης
mouchard, balance
Wiktionary Links