🇬🇷 el it 🇮🇹

ακρωτήριο noun

  /a.kɾoˈti.ɾi.o/
  • (γεωγραφία) τμήμα της ξηράς που εισέρχεται βαθιά στη θάλασσα (και ακρωτήρι)
capo
Wiktionary Links