🇬🇷 el ja 🇯🇵

άζωτο noun

  /ˈa.zo.to/
  • (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 7 και χημικό σύμβολο το N
  • άχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο, το μόριο του οποίου αποτελείται από δύο άτομα αζώτου (N2) και αποτελεί το 78% του ατμοσφαιρικού αέρα
窒素
Wiktionary Links