🇬🇷 el lt 🇱🇹

ιδίωμα

kalba

ιδίωμα noun

  /iˈði.o.ma/
  • (γλωσσολογία) γλωσσική ποικιλία μιας διαλέκτου ή μιας γλώσσας που χαρακτηρίζει έναν τόπο ή μια κοινωνική ομάδα, στην οποία οι διαφορές (από τη συνηθισμένη γλώσσα) είναι φανερές, αλλά δεν εμποδίζουν την κατανόηση
idioma
Wiktionary Links