🇬🇷 el nl 🇳🇱

ποδήλατο noun

  /poˈði.la.to/
  • (μέσο μεταφορών) όχημα, κυρίως δίτροχο, που κινεί ο αναβάτης με τα πόδια του, δίνοντας ώθηση στα πετάλια
fiets, rijwiel, velo, stalen ros, tweewieler, zwijntje
Wiktionary Links