🇬🇷 el pl 🇵🇱

ελληνικά noun

  /e.li.niˈka/
  • η ελληνική γλώσσα σε όλες τις ιστορικές της περιόδους και όλες τις ποικιλίες (διαλέκτους και ιδιώματα)
grecki
Wiktionary Links