🇬🇷 el pl 🇵🇱

εστία noun

  /eˈsti.a/
  • το σημείο ή ο τόπος όπου εμφανίζεται συγκεντρωμένο ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα, που μπορεί να εξαπλωθεί και ευρύτερα
  • (φυσική) το σημείο όπου εστιάζονται ακτίνες φωτός
ognisko
  • (τεχνολογία) το τμήμα μιας ηλεκτρικής ή άλλης συσκευής το οποίο θερμαίνεται, συμβάλλοντας στο μαγείρεμα ή άλλη σχετική διαδικασία
blacha
  • κτήριο που στεγάζει ομάδες ανθρώπων (π.χ. φοιτητές) ή σχετικό ίδρυμα
akademik

εστία

kominek

Εστία

Hestia
Wiktionary Links