🇬🇷 el pl 🇵🇱

καιρός noun

  /ceˈɾos/
  • (μετεωρολογία) οι επικρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες που αναφέρονται στην κατάσταση της ατμόσφαιρας, όπως περιγράφεται με τις βραχυπρόθεσμες εναλλαγές της θερμοκρασίας, της υγρασίας, της φωτεινότητας, της συννεφιάς, της έντασης των ανέμων, της ορατότητας κ.λπ.
pogoda, aura
  • η κατάλληλη στιγμή για να κάνει κάποιος κάτι
czas
Wiktionary Links