🇬🇷 el pl 🇵🇱
νερό noun
/neˈɾo/
|
|
---|---|
woda |
- μεταλλικό νερό
- woda mineralna
- τρικυμία σ' ένα ποτήρι νερό
- burza w szklance wody
- πέφτει νερό με το τουλούμι
- lać jak z cebra
- στάλα με στάλα το νερό τρυπάει το λιθάρι
- kropla drąży skałę
- στάλα τη στάλα το νερό τρυπάει το λιθάρι
- kropla drąży skałę
- βασιλικό νερό
- woda królewska
- πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό και μια φορά σπάει
- dopóty dzban wodę nosi, dopóki mu się ucho nie urwie
- πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μα κάποτε ραγίζει
- dopóty dzban wodę nosi, dopóki mu się ucho nie urwie
- οξυγονούχο νερό
- woda utleniona
Wiktionary Links
- ελληνικά: νερό