🇵🇱 pl el 🇬🇷
oko noun
/ˈɔkɔ/
|
|
---|---|
|
μάτι, οφθαλμός, όμμα |
|
μάτι |
|
μάτι, οφθαλμός |
- złe oko
- μάτιασμα
- oko za oko, ząb za ząb
- οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος
- oko cyklonu
- μάτι του κυκλώνα
- czego oko nie widzi, tego sercu nie żal
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται
- oko złożone
- σύνθετος οφθαλμός
- przymykać oko
- κάνω τα στραβά μάτια
- suche oko
- ξηροφθαλμία
- na oko
- βολβός του ματιού
- pi razy oko
- περισσότερο ή λιγότερο
Wiktionary Links
- polski: oko