🇵🇱 pl el 🇬🇷
ożenić verb
/ɔˈʒɛ̃ɲit͡ɕ/
|
|
---|---|
|
νυμφεύομαι, παντρεύομαι, στεφανώνομαι |
Wiktionary Links
- polski: ożenić
ożenić verb
/ɔˈʒɛ̃ɲit͡ɕ/
|
|
---|---|
|
νυμφεύομαι, παντρεύομαι, στεφανώνομαι |