🇵🇱 pl el 🇬🇷
polski adjective
/ˈpɔlsʲci/
|
|
---|---|
|
πολωνικός, πολωνικά |
|
πολωνικός |
polski noun
/ˈpɔlsʲci/
|
|
---|---|
|
πολωνικά, πολωνική γλώσσα |