🇬🇷 el pl 🇵🇱

άσχετος adjective

  • που δεν έχει σχέση, δεν συνδέεται, δεν σχετίζεται με το θέμα
nie à propos
  • ο αδαής, που έχει πλήρη άγνοια
ignorant
Wiktionary Links