🇬🇷 el pl 🇵🇱

ζηλεύω verb

  /ziˈle.vo/
  • διακατέχομαι από παροδικά ή μόνιμα συναισθήματα ζήλιας, κτητικότητας απέναντι στον ερωτικό μου σύντροφο
zazdrościć, być zazdrosnym
Wiktionary Links