🇬🇷 el pl 🇵🇱

καροτσάκι noun

  /ka.ɾoˈt͡sa.ci/
taczka
  • με 4 μικρές ρόδες και χώρο μεταφοράς από μεταλλικό πλέγμα, για τα ψώνια στο σουπερμάρκετ
  • με 4 τροχούς και κάθισμα, για μεταφορά μικρών παιδιών
wózek
  • με μία σχετικά μεγάλη ρόδα, 2 πρόσθετα σημεία στήριξης και μακρές χειρολαβές (για τη μεταφορά φορτίων σε χωράφια ή σε οικοδομές)
wózek dziecięcy
Wiktionary Links