🇬🇷 el pl 🇵🇱

σαλόνι noun

  /saˈlo.ni/
  • δωμάτιο επιπλωμένο με καναπέδες και πολυθρόνες για την υποδοχή επισκεπτών
duży pokój, pokój gościnny
  • (τυπογραφία) συνεχόμενες σελίδες εντύπου που φαίνονται σαν σύνολο και συνήθως περιέχουν μία ενιαία φωτογραφία
rozkładówka
Wiktionary Links