🇬🇷 el pl 🇵🇱

στίγμα noun

  /ˈstiɣ.ma/
  • σημάδι σε επιφάνειες (από στάλες ή φθορές)
piętno
  • (μεταφορικά, κακόσημο) κάτι που σημαδεύει και συνήθως ντροπιάζει εκείνον που το φέρει
  • (χριστιανισμός, στον πληθυντικό: τα στίγματα) σημάδια που κάποιοι άνθρωποι θεωρείται ότι παρουσιάζουν στα σημεία του σώματος όπου είχε καρφωθεί ο Χριστός στο σταυρό
stygmat
Wiktionary Links