🇩🇪 de el 🇬🇷
als conjunction
/als/
|
|
---|---|
|
από |
|
ως, σαν |
|
όταν |
- besser ein Spatz in der Hand als eine Taube auf dem Dach
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει
- so tun, als ob
- προσποιούμαι
- sowohl … als auch
- και … και
- Blut ist dicker als Wasser
- το αίμα νερό δεν γίνεται
- als ob
- λες και
- besser einen Spatz in der Hand als eine Taube auf dem Dach
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει
- lieber den Spatz in der Hand als die Taube auf dem Dach
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει
- mehr schlecht als recht
- περισσότερο ή λιγότερο
- nichts als
- τίποτα