🇬🇷 el de 🇩🇪

αυλάκι noun

  /aˈvla.ci/
  • το ίχνος που αφήνουν στο έδαφος οι τροχοί ενός τροχοφόρου
Furche
  • η υδάτινη γραμμή πίσω από ένα πλεούμενο που κινείται
Kielwasser
  • τεχνητό ή φυσικό βαθούλωμα στο έδαφος, που εκτείνεται σε μήκος και μέσα στο οποίο ρέει νερό (ή άλλο υγρό)
Graben
  • το αντίστοιχο τεχνητό όρυγμα, που χρησιμοποιείται για τη σπορά ή το φύτεμα
Falte

αυλάκι

Rinne
Wiktionary Links