🇬🇷 el de 🇩🇪

παπάς noun

  /paˈpas/
  • (χωρίς πληθυντικό) παιχνίδι-απάτη με τη φιγούρα του παπά της τράπουλας, όπου ο διοργανωτής (παπατζής) την ανακατεύει με άλλα δύο τραπουλόχαρτα ταχυδακτυλουργικά και ο παίκτης καλείται να μαντέψει ποιο τραπουλόχαρτο είναι ο παπάς
Dame
  • ο ιερέας της χριστιανικής θρησκείας, ο κληρικός
Pastor
Wiktionary Links