🇬🇷 el en 🇬🇧

ως adverb

as
  • ως προς: σχετικά με (κάτι), όσον αφορά σε (κάτι)
as far as it concerns..., regarding
  • ως και: (επιδοτικό) ακόμα και, μέχρι και
even

ως

  • με την ιδιότητα του/της
  • σας μιλώ ως επιστήμονας
  • για κάτι που του αποδίδεται μία ιδιότητα, όπως (και) έναν/μια/ένα
  • να αντιμετωπίζεις καθετί νέο ως πρόκληση και όχι ως απειλή
  • ο γιατρός μου το αντιμετωπίζει ως κρυολόγημα
  • με βλέπουν ως ξένο
  • πως/ότι είμαι
  • θεωρείται ως αριστούργημα
  • θεωρείται ως το αριστούργημά του
  • θεωρείται ως η κορυφαία στο χώρο της
as

ως

  • μέχρι, έως
till

-ως

-ly
Wiktionary Links
  • ελληνικά: -ως