🇬🇧 en el 🇬🇷
chamber noun
/ˈtʃeɪmbə(ɹ)/
,
/ˈt͡ʃeɪmbɚ/
|
|
|---|---|
|
διασκεπτήριο, επιμελητήριο |
|
θάλαμος, αίθουσα, εντευκτήριο |
|
θάλαμος, κοιτώνας, κρεβατοκάμαρα, υπνοδωμάτιο |
|
θαλάμη |