🇬🇧 en el 🇬🇷
image noun
/ɪˈmeːd͡ʒ/
,
/ˈɪmɪd͡ʒ/
|
|
---|---|
|
εικόνα, απεικόνιση, απείκασμα, πανομοιότυπο |
|
εικόνα |
|
εικόνα, περιωπή |
imaging |
|
---|---|
απεικόνιση |
imagism |
|
---|---|
ιμαζισμός |
Wiktionary Links
- English: image