🇬🇷 el en 🇬🇧

εικόνα noun

  /iˈko.na/
  • (μεταφορικά) γενική, λιτή, αλλά ουσιαστική και πιστή αναπαράσταση ή η εμφάνιση μιας κατάστασης
picture, icon, image
  • (ζωγραφική, εκκλησιαστικός όρος) πίνακας ζωγραφικής σε ξύλινη επιφάνεια κυρίως για τη θρησκευτική λατρεία
icon
Wiktionary Links