🇬🇧 en el 🇬🇷
passage noun
/ˈpæsɪd͡ʒ/
|
|
---|---|
|
έγκριση, ψήφιση |
|
απόσπασμα, εδάφιο, μελωδία, περικοπή, χωρίο |
|
δίοδος, διάδρομος |
|
διάβαση, διέλευση, πέρασμα |