🇬🇧 en el 🇬🇷
second adjective
/ˈsɛk.(ə)nd/
,
/ˈsɛk.(ə)nt/
,
/ˈsɛkənd/
,
/ˈsɛkɪnd/
|
|
|---|---|
|
δεύτερος, δεύτερη |
second noun
/ˈsɛk.(ə)nd/
,
/ˈsɛk.(ə)nt/
|
|
|---|---|
|
δευτερόλεπτο, στιγμή, δευτερόλεπτο (τόξου), λεπτό |
|
στιγμή, λεπτό, δευτερόλεπτο |
|
δευτερόλεπτο (τόξου), δευτερόλεπτο |
second noun
/ˈsɛk.(ə)nd/
,
/ˈsɛk.(ə)nt/
,
/ˈsɛkənd/
,
/ˈsɛkɪnd/
|
|
|---|---|
|
δεύτερος, δεύτερη, δεύτερο |
|
δεύτερη |
|
δεύτερος |
|
δευτερόλεπτο |
second noun
/səˈkɑnd/
,
/səˈkɒnd/
,
/ˈsɛk.(ə)nd/
,
/ˈsɛk.(ə)nt/
|
|
|---|---|
|
μάρτυρας |
second verb
/səˈkɑnd/
,
/səˈkɒnd/
,
/ˈsɛk.(ə)nd/
,
/ˈsɛk.(ə)nt/
|
|
|---|---|
|
αποσπώ |
|
υποστηρίζω |
- second lieutenant
- ανθυπολοχαγός
- second cousin
- δεύτερος ξάδελφος, ιδιοκτήτης
- second-rate
- δευτεροκλασάτος, δευτερεύων
- second-in-command
- υπαρχηγός
- second-to-last
- προτελευταίος
- second normal form
- δεύτερη κανονική μορφή
- thirty-second note
- τριακοστό δεύτερο
- second person
- δεύτερο πρόσωπο
- second hand
- δείκτης δευτερολέπτων
Wiktionary Links
- English: second