🇬🇧 en el 🇬🇷
settlement noun
/ˈsɛt.l̩.mənt/
|
|
---|---|
|
οικισμός, αποικισμός |
|
διακανονισμός, εκκαθάριση, εξόφληση |
|
διευθέτηση, συμφωνία, τακτοποίηση |
|
εκχώρηση, μεταγραφή |
|
καθίζηση |
Wiktionary Links
- English: settlement