🇬🇧 en el 🇬🇷
take verb
/teɪk/
,
/teːk/
,
/tæɪk/
,
[tʰeɪ̯k]
|
|
---|---|
|
παίρνω |
|
παίρνω, διαλέγω |
- take off
- απογειώνομαι, βγάζω
- take part
- κοινωνώ, μεταλαμβάνω, συμμετέχω, μοιράζομαι, παίρνω μέρος, παίρνω μερίδιο, συνεργώ σε
- take root
- ριζοβολώ, ριζώνω
- take place
- γίνομαι, λαμβάνω χώρα, συμβαίνω
- take on
- αντιμετωπίζω
- take a dump
- χέζω
- take French leave
- στρίβω αλά γαλλικά
- take aback
- ξαφνιάζω
- take a chance
- ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω
Wiktionary Links
- English: take