🇬🇷 el en 🇬🇧

κόβω verb

  /ˈko.vo/
cut, cut off
  • (μαγειρική, αμετάβατο) για το γάλα όταν έχει τυροποιηθεί μερικώς λόγω όξυνσης ή ηλικίας
curdle
  • → και δείτε το παθητικό κόβομαι
flunk
  • εγκαταλείπω, διακόπτω μια συνήθεια
kick, quit
Wiktionary Links