🇬🇷 el en 🇬🇧
μια |
|
---|---|
a |
- μια φορά κι έναν καιρό
- once upon a time
- μια χαρά
- fine
- μια και
- since
- μια φορά
- once
- μια φορά ήταν δεν ήταν
- once upon a time
- έχω μια ερώτηση
- I have a question
- πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό
- make a mountain out of a molehill
- η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα
- Rome wasn't built in a day
- μια (φορά) στο τόσο
- once in a while
Wiktionary Links
- ελληνικά: μια