🇬🇷 el en 🇬🇧
σαν |
|
---|---|
|
like, as, little short of, look, quite, think |
- καθαρίζω κάποιον σαν αβγό
- clean someone's clock
- σαν τον σκύλο με τη γάτα
- fight like cat and dog
- σαν ταύρος εν υαλοπωλείω
- like a bull in a china shop
- σαν ταύρος σε υαλοπωλείο
- like a bull in a china shop
- πηγαίνω σαν πάπια
- waddle
- πεινάω σαν λύκος
- I could eat a horse
- οπλίζω σαν αστακό
- arm to the teeth
- οπλισμένος σαν αστακός
- arm to the teeth
- καπνίζω σαν αράπης
- smoke like a chimney
Wiktionary Links
- ελληνικά: σαν