🇬🇷 el en 🇬🇧
συνάρτηση noun
/siˈnaɾ.ti.si/
|
|
---|---|
function |
- συνάρτηση χρησιμότητας
- utility function
- συνάρτηση κατατεμαχισμού
- hash function
- συγκεντρωτική συνάρτηση
- aggregate function
- συνάρτηση συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων
- aggregate function
- καθαρή συνάρτηση
- pure function
- κύρια συνάρτηση
- main function
- μη καθαρή συνάρτηση
- non-pure function
- συνάρτηση πρώτης τάξης
- first-class function
- αρχική συνάρτηση
- antiderivative
Wiktionary Links
- ελληνικά: συνάρτηση