🇬🇷 el en 🇬🇧

συνδέω verb

  /sinˈðe.o/
connect, link, string together
  • (δίκτυο υπολογιστών) interface: τοποθετώ συσκευή (υπολογιστή, εκτυπωτή, κλπ.) σε δίκτυο μέσω δικτυακής διεπαφής (θύρας)
interface
Wiktionary Links