🇬🇧 en el 🇬🇷
fire noun
/ˈfaɪ.ə/
,
/ˈfaɪ.ɚ/
,
/ˈfaɪɹ/
,
[faɪ̯ə]
,
[fʌɪ̯ɚ]
,
[ˈfaə]
,
[ˈfaɪ̯ɚ]
,
[ˈfaː]
,
[ˈfäːɚ]
,
[ˈfɑe̯ə]
,
[ˈfɑə]
,
[ˈfɑəː]
|
|
---|---|
|
φωτιά, πυρ |
|
φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαϊά |
|
θερμάστρα, φωτιά |
fire verb
/ˈfaɪ.ə/
,
/ˈfaɪ.ɚ/
,
/ˈfaɪɹ/
,
[faɪ̯ə]
,
[fʌɪ̯ɚ]
,
[ˈfaə]
,
[ˈfaɪ̯ɚ]
,
[ˈfaː]
,
[ˈfäːɚ]
,
[ˈfɑe̯ə]
,
[ˈfɑə]
,
[ˈfɑəː]
|
|
---|---|
|
απολύω |
|
πυρ |
fired adjective
/ˈfaɪ(ə)ɹd/
,
/ˈfaɪəd/
|
|
---|---|
|
οπτός |
firing noun
/ˈfaɪ.əɹ.ɪŋ/
,
/ˈfaɪ.ɚ.ɪŋ/
|
|
---|---|
|
απόλυση |
- fire up
- ανάβω, αναφλέγω, διεγείρω, πυροδοτώ, εκκινώ, ενεργοποιώ, ξεκινώ, εκτελώ, τρέχω
- cease-fire
- ανακωχή, εκεχειρία
- fire extinguisher
- πυροσβεστήρας
- fire brigade
- πυροσβεστική, πυροσβεστική υπηρεσία, πυροσβεστικό σώμα
- fire department
- πυροσβεστική, πυροσβεστικό σώμα
- friendly fire
- φίλια πυρά
- fire exit
- έξοδος κινδύνου, έξοδος πυρκαγιάς
- back fire
- αντεμπρησμός, αντιπυρά, αντιπυρκαγιά
- fire tongs
- μασιά, πυράγρα