🇬🇧 en el 🇬🇷
mind noun
/maɪnd/
|
|
---|---|
|
νους, μυαλό, διάνοια |
|
διάνοια, μυαλό, νους, διανοούμενος, μεγαλοφυία, στοχαστής |
|
μυαλό, συνείδηση |
|
άποψη, γνώμη, κρίση |
|
αυτοσυγκέντρωση, μυαλό |
|
διαύγεια πνεύματος, λογικότητα, πνευματική υγεία, σύνεση, φρένες |
|
ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρας |
|
μνήμη, μνημονικό |
|
νους, πνεύμα |
mindfulness noun |
|
---|---|
|
επιμέλεια, φροντίδα |
mindful adjective
/ˈmaɪnd.fəl/
|
|
---|---|
επιμελής, προσεκτικός |
mind verb
/maɪnd/
|
|
---|---|
|
δέν μέ πειράζει |
- peace of mind
- γαλήνη
- mind one's own business
- κάθομαι στ' αβγά μου, κοιτάζω τη δουλειά μου
- bear in mind
- υπόψη, κοιτάζω
- mind-boggling
- ασύλληπτος, τρελός
- have in mind
- υπόψη
- mind reading
- νοομαντεία
- never mind
- δεν πειράζει
- out of sight, out of mind
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται
- lose one's mind
- χάνω τα λογικά μου
Wiktionary Links
- English: mind